- προσκύπτω
- ΜΑ [κύπτω]μσν.σκύβω προς τα έξω, γέρνω από το παράθυρο ή από τον εξώστηαρχ.κλίνω, γέρνω προς κάποιον, σκύβω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκύψαντα — προσκύπτω stoop to aor part act neut nom/voc/acc pl προσκύπτω stoop to aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκύπτειν — προσκύπτω stoop to pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκύπτων — προσκύπτω stoop to pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκύψαντες — προσκύπτω stoop to aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέκυπτεν — προσκύπτω stoop to imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκεκυφότα — προσκεκῡφότα , προσκύπτω stoop to perf part act neut nom/voc/acc pl προσκεκῡφότα , προσκύπτω stoop to perf part act masc acc sg προσκύπτω stoop to perf part act neut nom/voc/acc pl προσκύπτω stoop to perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεκεκύφει — προσεκεκύ̱φει , προσκύπτω stoop to plup ind act 3rd sg (attic epic) προσκύπτω stoop to plup ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκεκυφέναι — προσκεκῡφέναι , προσκύπτω stoop to perf inf act προσκύπτω stoop to perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκεκυφότας — προσκεκῡφότας , προσκύπτω stoop to perf part act masc acc pl προσκύπτω stoop to perf part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκεκυφότες — προσκεκῡφότες , προσκύπτω stoop to perf part act masc nom/voc pl προσκύπτω stoop to perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)